- ευκαταφρόνητο
- anılmaya değmez
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
λώθρα — η 1. το οξύ μέρος τών καρφιών, το οποίο αποκόπτει και πετάει ο πεταλωτής, αφού καρφώσει το πέταλο στην οπλή τών ίππων, τών όνων ή τών ημιόνων 2. μτφ. πράγμα άχρηστο ή ευκαταφρόνητο, ανάξιο προσοχής 3. φρ. α) «να μη μείνει λώθρα» (λέγεται ως… … Dictionary of Greek
Γκουνό, Σαρλ — (Charles Gounod, Παρίσι 1818 – 1893).Γάλλος συνθέτης. Αφού συμπλήρωσε τις κλασικές σπουδές του, γράφτηκε στο Ωδείο του Παρισιού, όπου το 1839, με την καντάτα του Fernande,κατέκτησε το Prix de Rome (βραβείο της Ρώμης), μία κρατική υποτροφία που… … Dictionary of Greek
ευκαταφρόνητος — η, ο αυτός που είναι άξιος καταφρόνιας, που δεν υπολογίζεται, ασήμαντος: Δεν είναι ευκαταφρόνητο το ποσό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)